- οσχεοπλαστική
- ηιατρ. α) η χρησιμοποίηση τού δέρματος τού οσχέου σε πλαστικές επεμβάσεις στην ουρήθρα κ.α.β) η κάλυψη ελλείμματος τού οσχέου σε περίπτωση εξαίρεσής του, συνήθως με μισχωτό κρημνό από τον μηρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οσχεοπλασία — και οσχεοπλαστία, η ιατρ. η οσχεοπλαστική … Dictionary of Greek